Οι ορίζοντες της πίστης
Ηαλήθεια έχει δυο πλευρές. Η μία είναι αυτή της γνώσης, η άλλη εκείνη της πίστης. Έτσι, ενώ, στη μια πλευρά, ανακαλύπτουμε την αλήθεια, δηλαδή τον κρίκο που συνδέει την ανθρώπινη γνώση με την ανθρώπινη συνείδηση, στην άλλη βρίσκεται η στάση που κρατάμε σε σχέση με την αλήθεια. Την πρώτη την αναζητούμε μέσω της γνώσης, τόσο της θρησκευτικής όσο και της επιστημονικής. Η δεύτερη καθορίζεται από την ίδια τη θρησκεία. Η επιστήμη, χωρίς αγάπη ή προσήλωση στην ανάλυση και έρευνα σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, χωρίς συνεχή αναζήτηση της αλήθειας, είναι τυφλή. Τα συμπεράσματά της θα είναι πάντα γεμάτα αντιφάσεις. Οποιαδήποτε επιστημονική αναζήτηση υποκρύπτει την επιδίωξη προσωπικών, οικογενειακών ή και συντεχνιακών συμφερόντων, θα βρίσκει συνεχώς εμπόδια μπροστά της. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε γνώση που αποκτάται στη βάση τέτοιων αντιλήψεων, σκέψεων ή δογμάτων οδηγεί σε πολύ επικίνδυνους δρόμους. Η θρησκεία, που αποτελεί για την επιστήμη μια πλούσια δεξαμενή γνώσεων, είναι απαραίτητο στοιχείο, μια σημαντική δυναμική παράμετρος, ένας οδηγός με αποκρυσταλλωμένες μεθόδους για θέματα που υπερβαίνουν τους ορίζοντες της γνώσης· επιπλέον, είναι ένας καλοπροαίρετος οδηγός, που δεν παραπλανά.
Ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος η επιστήμη να μετατραπεί σε δαίμονα τιμωρό, άυλο και τρομακτικό, που μας εμποδίζει να πορευθούμε στον δρόμο της αλήθειας, αφήνοντάς τη στη διάθεση συγκεκριμένων ιδεών, δογμάτων ή και περιστατικών, περιορίζοντας, με αυτό τον τρόπο, τους ορίζοντές της. Επίσης, είναι πιθανό και η θρησκεία, που είναι η αλήθεια του Θεού, να παρουσιαστεί από κάποιους σαν πηγή αισθημάτων μνησικακίας, μίσους, οργής και εκδίκησης. Τι τεράστια διαστροφή να παρουσιάζεται κάτι σαν το ακριβώς αντίθετό του!
Προσπαθήστε τώρα να φανταστείτε τι συμβαίνει όταν η επιστήμη –που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να θεωρείται ιερή όσο και ένας ναός– συνδέεται, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με κάποιο συγκεκριμένο φιλοσοφικό ρεύμα, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να το υπηρετεί. Αυτό σημαίνει ότι η επιστήμη έχει γίνει υποτελής του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας. Στην περίπτωση αυτή, όχι μόνο δεν είναι ελεύθερη, αλλά είναι τόσο καταραμένη, που κάνει ακόμη και τη μεγαλύτερη άγνοια να φαντάζει πιο ελκυστική. Από την άλλη πλευρά, φανταστείτε και μια θρησκεία που θα μετατρεπόταν σε προαγωγό των συμφερόντων πολιτικών κομμάτων ή άλλων οργανώσεων. Τότε οι ναοί θα γίνονταν τα φρούρια της οργάνωσης και οι ιεροτελεστίες ή οι προσευχές θα έμοιαζαν με κάποιου είδους πολιτικό εθιμοτυπικό. Στην περίπτωση αυτή, δίχως αμφιβολία, τόσο η θρησκεία όσο και η ιερότητά της έχουν θυσιαστεί.
Το ίδιο όμως θα συνέβαινε και σε μια κοινωνία, όπου ορισμένοι θα μιλούσαν για «γνώση» και ύστερα θα χρησιμοποιούσαν τα πεδία αυτής της γνώσης σαν να ήταν οι πολυτελείς τους κατοικίες, σαν αντικείμενα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τις δικές τους επιθυμίες, ορέξεις και ιδεολογίες. Τότε, αυτοί οι οίκοι της επιστήμης θα έπαυαν να είναι ναοί και θα μετατρέπονταν σε αρένες, όπου οι επιθυμίες, οι φιλοδοξίες και το μίσος θα οξύνονταν. Επαναλαμβάνω ότι εάν ορισμένοι σε μία κοινωνία μιλούν για « ευσέβεια» και μετά αποκαλούν όσους δεν σκέφτονται με τον ίδιο τρόπο « ειδωλολάτρες», «άθεους» ή « άπιστους», τότε φταίνε οι ηγέτες και οι εκπρόσωποι των υπολοίπων. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν μετατρέψει τη θρησκεία σε φοβία, σε τρόμο που αποξενώνει τους ανθρώπους από τον Θεό, που τους μαυρίζει τις καρδιές και τους απομακρύνει από την ελπίδα. Αυτό έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με τους πρωταρχικούς σκοπούς της θρησκείας. Όπως η εχθρότητα απέναντι στη θρησκεία ανθρώπων γεμάτων μνησικακία, μίσος και οργή μαυρίζει την ψυχή και πριμοδοτεί τον φανατισμό, ενώ αποτελεί δώρο στον Διάβολο, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, το να μιλάει κανείς για «θρησκεία» και ύστερα να επιτίθεται σε αντίθετες απόψεις πριμοδοτεί τον φανατισμό και την άγνοια. Τέτοια φαινόμενα στεναχωρούν τους κατοίκους του Παραδείσου.
Όποια κι αν είναι η εμφάνισή του, κάποιος που δεν γνωρίζει τι σημαίνει πραγματική πίστη, που δεν μπορεί να ακούσει τη συνείδησή του, που δεν γεύθηκε ποτέ τη Θεϊκή αγάπη και φροντίδα και δεν μπορεί να αντιληφθεί τι είναι σπουδαίο και τι μηδαμινό για τον Θεό, δείχνει μεγάλη έλλειψη σεβασμού στην επουράνια και οικουμενική φύση της θρησκείας. Το χειρότερο πλήγμα που μπορούμε να προκαλέσουμε τόσο στη θρησκεία όσο και την επιστήμη είναι να αντιμετωπίσουμε τις επιθυμίες, τις φιλοδοξίες και τους πόθους μας σαν λογικές σκέψεις. Αυτό δημιουργεί ένα βαθύ κενό σε κάθε άνθρωπο και η πηγή αυτού του κενού είναι οι αδυναμίες του. Μία από τις σημαντικότερες είναι να επιθυμούμε να φαινόμαστε καλύτεροι απ’ ό,τι πραγματικά είμαστε και να τρέφουμε προσδοκίες υψηλότερες των δυνατοτήτων μας. Η αδυναμία αυτή θεραπεύεται με τη συνδρομή συγκεκριμένων ηθικών αξιών, οι οποίες είναι αποδεκτές από τη συλλογική συνείδηση ως ευσεβείς και ταιριαστές με την επιστήμη και τη θρησκεία. Με άλλα λόγια, ορισμένοι επιθυμούν να χρησιμοποιήσουν τη θρησκεία σαν να μπορούσε, από μόνη της, να γεμίσει τα κενά και τις αδυναμίες τους. Τα ισχυρότερα όπλα της συνείδησης –η οποία είναι αδιαχώριστη από τη δικαιοσύνη– απέναντι σε τέτοιες ανθρώπινες αδυναμίες είναι η αγάπη για την αλήθεια και η μάχη για τη γνώση. Αν υπάρχει όντως ένα φάρμακο που μπορεί να καταπολεμήσει τη διάβρωση στα μυαλά των δήθεν μορφωμένων, αλλά και τη σκουριά στις σκέψεις όσων τάχα φαίνεται να υπηρετούν τη θρησκεία, αυτό είναι αναμφισβήτητα η αγάπη για τον Θεό και για όλη την πλάση· η αγάπη για την αλήθεια και η απόδοση των πάντων σ’ Εκείνον. Όταν οι καρδιές είναι γεμάτες αγάπη και οι ψυχές προτρέπουν σε άσκηση, προσφορά και φροντίδα για τους άλλους, όλα τα ανθρώπινα κενά καλύπτονται και οι αδυναμίες λιώνουν.
Ο κόσμος γνώρισε και αποδέχτηκε την αγάπη για την αλήθεια που οδηγεί τους ανθρώπους στην αγάπη του Θεού και, μέσω των προφητών, τους φέρνει κοντά στη συνειδητοποίηση της ύπαρξης. Από την αρχή του χρόνου, οι προφήτες προσπάθησαν να οδηγήσουν τους ανθρώπους στο μονοπάτι της αγάπης και κέντησαν κάθε συναναστροφή μαζί τους με αγάπη· αυτή η Θεϊκή αγάπη έλιωσε στη δεξαμενή της ψυχής αυτών των ανθρώπων και έφθασε στην αληθινή της αξία. Ο Ιησούς Χριστός συνέθεσε με την ίδια του τη ζωή ένα ποίημα βασισμένο στην αγάπη για την ανθρωπότητα και συνέχισε την αποστολή του εκφράζοντας το συναίσθημα αυτό με ποικίλους τρόπους. Μέσα από τους στίχους του Φουζούλι, ο Εκλεκτός της Ανθρωπότητας, λέει: «Ο λόγος μου είναι η σημαία του στρατού των ανθρώπων που αγαπούν». Έτσι έζησε, με τον τρόπο αυτό τίμησε με την παρουσία του τον κόσμο και συνέχισε μέχρι τέλους να αποτελεί την αναπνοή και τη φωνή της αγάπης. Και μετά, όταν αυτή η Θεϊκή αγάπη έκανε την υπέρβαση, προχώρησε στο Επέκεινα. Αν το Κοράνι διαβαστεί με πίστη και συγκέντρωση, πέραν της ποιητικής και μουσικής γοητείας που ασκεί, αποτελεί τη φωνή και την ανάσα της αγάπης, το σημείο σύγκλισης του πόθου και της επανένωσης. Το πάθος για την αλήθεια, η αγάπη της γνώσης, η προσπάθεια για πειραματισμό και σοβαρή έρευνα μαζί με την προσπάθεια να έλθουμε σε επαφή με τους συνανθρώπους μας τονίζονται συχνά στο Κοράνι, για να εστιαστεί σωστά η προσοχή κάθε πιστής καρδιάς. Τα σημεία αυτά μοιάζουν με πλούσια σε κοιτάσματα λατομεία, όπου οι ψυχές ανακαλύπτουν πάντα καινούρια, όλο και πιο όμορφα πετράδια. Ο ταξιδιώτης του στοχασμού, που ακολουθεί με επιμέλεια και συνέπεια το Κοράνι, θα βρεθεί κάποια στιγμή σε μια λεωφόρο που θα τον οδηγήσει σε εκείνα τα υπέροχα καταφύγια και φθάνοντας εκεί θα αντικρίσει τα ομορφότερα τοπία.
Όμως, και αυτό βεβαίως από μόνο του αποτελεί παράδοξο, πάνω από την άμεμπτη αγνότητα του Κορανίου πλανιέται μια σκιά και αμφιβολίες έχουν φυτρώσει σε αδύναμες ψυχές. Αν και είναι πλουσιότερο από κάθε άλλο δημιούργημα και συντάχθηκε με σκοπό να μας απαλλάξει από τον πόνο και να μας προσφέρει το αντίδοτο σε πανάρχαιες ασθένειες, το βιβλίο αυτό παρερμηνεύθηκε από ανεπαρκείς ψυχές, από ανθρώπους το πάθος των οποίων βρίσκεται στην απέναντι, στη σκοτεινή πλευρά. Η αναζήτησή τους είναι επιφανειακή και οι εκτιμήσεις τους λανθασμένες. Απευθύνονται σε ανθρώπους, των οποίων τα συναισθήματα είναι πάντα συνδεδεμένα με φιλοδοξία και συμφέρον, των οποίων η νόηση και η λογική εμποδίζει το συναίσθημά τους να εκφραστεί, των οποίων η κρίση έχει μπερδευτεί με τη φαντασία τους· σε ανθρώπους που κινούνται περισσότερο με βάση την επιθυμία αυτοπροβολής τους, παρά με κριτήριο το εσωτερικό βάθος και περιεχόμενο. Αυτοί οι άνθρωποι, φέρουν εν μέρει ευθύνη για το ότι κάποιοι άλλοι δεν μπορούν να διακρίνουν την τεράστια λαμπρότητα και δόξα του Κορανίου. Στην πραγματικότητα, αν και μοιάζουν να βρίσκονται στον δρόμο που οδηγεί στο Επέκεινα και στις κοιλάδες του μεταφυσικού, υλικά συμφέροντα τούς έχουν τυφλώσει και τους είναι αδύνατο να κατανοήσουν τον κόσμο του πνεύματος και του αληθινού νοήματος της ύπαρξης. Επιπλέον, εξετάζοντας τον κόσμο των άλλων και βρίσκοντάς τον κτισμένο πάνω σε ανθρώπινες αδυναμίες, πέφτουν στην ίδια παγίδα, χρησιμοποιούν τα όπλα των αντιπάλων τους, τα υλικά που κατακρίνουν, μοιράζονται τα ίδια πράγματα με εκείνους που αποκαλούν «οι άλλοι». Μιμούνται την κακή συμπεριφορά που αποδοκιμάζουν στους άλλους και ακολουθούν ακριβώς τα βήματά τους. Μέχρι σήμερα κανείς δεν κέρδισε από μία τέτοια άσκοπη και ανούσια προσπάθεια. Αντίθετα, σε έναν τέτοιο αγώνα, για τον οποίο όλοι οι άνθρωποι εκφράζουν θλίψη, η ίδια η συλλογική προσωπικότητα της ανθρωπότητας ηττάται και όλοι μας καταστρεφόμαστε.
Το Κοράνι εστάλη στη Γη ως λόγος βαθιά ισορροπημένος και αρμονικός. Ισορρόπησε τη σχέση μεταξύ ατόμων, οικογενειών, μεταξύ των μελών της κοινωνίας και όλης της πλάσης και έδειξε σε όσους το ακολούθησαν τον δρόμο προς την οικουμενική αρμονία. Παρ’ όλα αυτά, φυλακίσαμε το Κοράνι στα στενά πλαίσια της λογικής μας· περιορίσαμε την τεράστια σοφία του, εκτοπίσαμε την οικουμενική του διάσταση, υποβιβάσαμε την αγάπη του σε κοινοτυπία, υποτάξαμε την υπέροχη λαμπρότητά του σε συνεχή σφάλματα ερμηνείας. Άνθρωποι εμφορούμενοι από σπουδαία ιδανικά, όπως ο Σαΐντ Ιμπν Τζουμπαΐρ[1], ο Αμπού Χανίφα[2], ο Αχμάντ Ιμπν Χανμπάλ[3], ο Ιμάμης Σεραχσί[4], ποτέ δεν θα μπορούσαν να είναι τύραννοι. Αντίθετα, δεν υποχώρησαν ούτε ένα βήμα μπροστά στην τυραννία και πάντα αποφάσιζαν με γνώμονα τη φωνή της συνείδησής τους. Επέλεξαν την αγωνία ζοφερών τόπων –ο Θεός να μας φυλάει– αντί για την ευχαρίστηση και την απόλαυση των παλατιών και βρήκαν το βάθος των πραγμάτων μέσα από τη λατρεία του Πάνσοφου, επιλέγοντας την ελευθερία της σκέψης και της συνείδησης.
Όντως, όσοι ζουν ή πεθαίνουν με σκοπό παραμένουν πάντα ζωντανοί. Όταν πεθάνουν, οι τάφοι τους γίνονται η καρδιά, η συνείδηση της ανθρωπότητας. Απέναντι σε αυτές τις αγέρωχες ψυχές, βρίσκονται οι ψυχές των δυστυχισμένων ανθρώπων. Σκλάβοι των προσωπικών τους συμφερόντων και με τη σκέψη ότι είναι τόσο έξυπνοι που δεν αξίζει να τους απασχολεί τίποτ’ άλλο πέραν του εαυτού τους σε αυτή τη ζωή, παραμένουν υποτελείς στις επιθυμίες και τα καπρίτσια τους – έτσι η ζωή τους είναι σκλαβιά, ό,τι αφήνουν πίσω τους είναι καταραμένο και ό,τι καταφέρνουν είναι μια συνεχής σειρά καταστροφών.
Οι πιστοί μαθητές του Κορανίου –θα μπορούσε κανείς να τους αποκαλέσει ανθρώπους του ιδεατού– είναι οι καβαλάρηδες της αιωνιότητας, εκείνοι που μπορούν να πάρουν κι άλλους πάνω στις σέλες τους, κουβαλώντας τους στην αιωνιότητα. Είναι ικανοί να μεταδώσουν στους υπολοίπους τη δική τους φλόγα, τη φιλοδοξία και το πάθος. Σαν μαθητές του Κορανίου πορεύονται στον ορίζοντα, τον κάνουν πιο όμορφο ώστε να μοιάζει με τον εσωτερικό τους κόσμο, έναν κόσμο διαλογισμού, και καλπάζουν, αδιαφορώντας για τα περισσότερα από τα πράγματα που άλλοι αποκαλούν πραγματικότητα θεωρώντας τρελούς όσους απαρνήθηκαν τα ιδανικά τους.
Στην πραγματικότητα, ο σκοπός και ο στόχος μοιάζουν με καταπέλτες που μας εκτοξεύουν στο κέντρο του βασιλείου της ψυχής, σε μία πνευματική ατμόσφαιρα πέραν αυτού του κόσμου. Εδώ είμαστε περικυκλωμένοι από ύλη που εμποδίζει τον δρόμο μας και μας κρατά δέσμιους στα συναισθήματα, στο συμφέρον, στο κέρδος και στη φήμη μας. Όποιος μπει σ’ αυτό τον καταπέλτη, όμως, θα βρεθεί μία μέρα, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, σε τροχιά γύρω από τη σφαίρα του Θεού, περιμένοντας την προσεδάφιση. Η θρησκεία αποτελεί πηγή δώρων που τρέφουν το ιδεώδες της πίστης και ο Προφήτης είναι ο επιμελής φρουρός αυτής της πηγής, ο ειλικρινής αντιπρόσωπος και σχολιαστής, που προσφέρει τις πιο κατανοητές εξηγήσεις χωρίς να ξεφεύγει από τη γήινη διάστασή του. Από αυτή την άποψη, είναι καινοτόμος, ευαγγελιστής, επαναστάτης, εκείνος που προτείνει σε όσους τον ακολουθούν την καλύτερη, πιο σωστή και ανθρώπινη ερμηνεία, αυτή που μένει ανοικτή στο μακρινό μέλλον, χωρίς να αντιφάσκει με τις αρχές της. Όσοι δεν μπορούν να δουν το Κοράνι με τα μάτια της ψυχής τους και δεν δέχονται την προσωπικότητα του Προφήτη, ως του ικανότερου οδηγού προς τα βάθη του Κορανίου, είναι οι δυστυχισμένοι που πνίγηκαν στα δικά τους βάθη – αν μπορούμε να αποκαλούμε έτσι τους βάλτους στους οποίους είναι χωμένοι. Υπάρχουν στιγμές που τρέμουν και σταματούν την πορεία τους, εξαιτίας του αντίλαλου της ρηχότητάς τους, έτσι όπως αυτή γίνεται φανερή από το Κοράνι. Κάποιες άλλες, πάλι, αναζητούν καταφύγιο σε ιστορικά ψελλίσματα που αντηχούν την κενότητά τους. Σύμφωνα με τη δική τους ερμηνεία, η θρησκεία –και ιδιαίτερα το Ισλάμ– είτε είναι τερατούργημα που συγχέεται με τα παραμύθια, είτε ένα παρωχημένο σύστημα, το οποίο νικήθηκε από τον χρόνο και μάταια προσπαθεί να τον αντιμετωπίσει.
Το Κοράνι, όμως, που διαθέτει ένα τόσο βαθύ εσωτερικό μυστήριο και μία αγνότητα τόσο ευρεία, είναι μια πηγή με τόσο μεγάλο πλούτο, που όσοι το πλησιάζουν, μπορούν να δουν πόσο πέρα από τα μέσα της κατανόησης τους βρίσκεται και να νιώσουν ασφάλεια. Ανακαλύπτοντας τους δικούς τους ορίζοντες κατανόησης, είναι σαν να κοιτούν ένα λαμπρό ουράνιο τόξο ή μία αψίδα θριάμβου που βρίσκεται πάντα λίγο πιο μπροστά από εκεί που έχουν φθάσει. Η ευλάβεια αποτελεί μία υπερβατική ερμηνεία της πηγής του φωτός, που χύνεται στη ζωή μέσα από ένα φασματικό πρίσμα, λιώνοντάς το και αναδιαμορφώνοντάς το. Όσοι το βλέπουν, νιώθουν μία ανεπανάληπτη «ροή ανεμπόδιστης εκφραστικότητας», αν και ό,τι έχουν κατανοήσει έχει ήδη εκφραστεί – στο Κοράνι.
[1] Σαΐντ Ιμπν Τζουμπαΐρ (πέθ. 721): Ιμάμης μεγάλης φήμης, του οποίου ο πατέρας Τζουμπαΐρ Ιμπν Μουτίμ αν Ναουφάλι υπήρξε Συνοδοιπόρος του Προφήτη.
[2] Αμπού Χανίφα (700-772): Ιμάμης της σέκτας των Χαναφί. Σπουδαίος Μουσουλμάνος νομικός, του οποίου οι θέσεις γίνονται ευρέως αποδεκτές στον Μουσουλμανικό κόσμο.
[3] Αχμάντ Ιμπν Χανμπάλ (780-855): Ιμάμης της σέκτας των Χανμπαλί. Είναι συγγραφέας του έργου Μουσνάντ, όπου συγκεντρώνονται πάνω από 30000 παραδόσεις. Ο ιμάμης Χανμπάλ απέκτησε μεγάλη φήμη για τη βαθιά γνώση τόσο του κοσμικού όσο και του θρησκευτικού δικαίου, ιδιαίτερα μάλιστα για την τεράστια ευρυμάθειά του σε σχέση με τους κανόνες του Προφήτη.
[4] Ιμάμης Σεραχσί (πέθ. 1090): Επέκτεινε το έργο της νομικής ερμηνείας του Αμπού Χανίφα, στο έργο του Αλ Μαχσούντ.
- Δημιουργήθηκε στις